κατακλησία

κατακλησία
κατακλησίᾱ , κατακλησία
fem nom/voc/acc dual
κατακλησίᾱ , κατακλησία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακλησία — Η έκτακτη σύνοδος της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, η οποία συνερχόταν επειγόντως για την επίλυση σημαντικών θεμάτων. Σε αυτή έπαιρναν μέρος οι κάτοικοι των δήμων όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της υπαίθρου, γι’ αυτό ονομαζόταν κατά… …   Dictionary of Greek

  • κατακλησίας — κατακλησίᾱς , κατακλησία fem acc pl κατακλησίᾱς , κατακλησία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • Экклесия — Пникс  трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία)  в …   Википедия

  • κατάκλησις — κατάκλησις, ἡ (AM) [κατακαλώ] μσν. ομορφιά, γοητεία αρχ. 1. ονομαστική κλήση 2. η κατακλησία* 3. η επίκληση τών θεών 4. η ανάκληση, η ικεσία 5. η επωδή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”